- παραψήνω
- ψήνω περισσότερο από όσο πρέπει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραψήνω — και παραψένω παράψησα, παραψήθηκα, παραψημένος, ψήνω, φρυγανίζω, καβουρντίζω υπερβολικά: Την παράψησες την πίτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξυπεροπτώ — ἐξυπεροπτῶ, άω (Α) ψήνω ή ξεραίνω υπερβολικά, παραψήνω … Dictionary of Greek
υπεροπτώ — άω, Α [ὑπέροπτος (II)] ψήνω περισσότερο από το κανονικό, παραψήνω … Dictionary of Greek